- μανάρα
- η , μανάρι τό1) откормленный на убой барашек; 2) обл колун;
§ μανάρι μου! — золотце моё;
μανάρα μου! — золотая моя, любимая моя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ μανάρι μου! — золотце моё;
μανάρα μου! — золотая моя, любимая моя
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μανάρα — η 1. θηλυκό μανάρι 2. θωπευτική προσφώνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθ. τού μανάρι] … Dictionary of Greek
κόμικς — (comics). Σειρές ασπρόμαυρων ή έγχρωμων σκίτσων, που διηγούνται ιστορίες ποικίλου περιεχομένου και είτε δημοσιεύονται σε εφημερίδες και σε περιοδικά –σε συνέχειες ή ως αυτοτελείς ιστορίες– είτε αποτελούν ανεξάρτητες εκδόσεις. Τα σκίτσα είναι… … Dictionary of Greek
κεραμική — Τέχνη παραγωγής χρηστικών και διακοσμητικών αντικειμένων από άργιλο και άλλες ουσίες. Τα αντικείμενα διαμορφώνονται από την εύπλαστη μάζα υγρού πηλού και υποβάλλονται σε αποξήρανση και ψήσιμο για να σκληρύνουν και να σταθεροποιηθούν. Η ποικιλία… … Dictionary of Greek